φιλιότσος

φιλιότσος
ο , φιλιότσα η обл крёстни|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φιλιότσος" в других словарях:

  • φιλιότσος — ο θηλ α (λ. ιταλ.), ο αναδεχτός, ο βαφτιστικός, ο βαφτισιμιός: Ο φιλιότσος έχει το νονό του πνευματικό πατέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλιότσος — ο, θηλ. φιλιότσα, Ν αναδεκτός, βαφτισιμιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. figlioccio «βαφτισιμιός», figlioccia «βαφτισιμιά»] …   Dictionary of Greek

  • φιλιότσα — η, Ν βλ. φιλιότσος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»